- συνέφορος
- συνέφ-ορος, ὁ,A joint-ephor, CIG4157 ([place name] Sinope).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνέφορος — ὁ, Α έφορος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔφορος «τίτλος αρχόντων, επόπτης»] … Dictionary of Greek
συνεφορεύω — Α [συνέφορος] είμαι έφορος μαζί με άλλον, έχω το αξίωμα τού εφόρου μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
συνεφορώ — άω, Α [συνέφορος] επιβλέπω από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek